- μεταίρεις
- μεθαιρέωcatch in turnimperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)μεταίρωlift up and removepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταιρεῖς — μεθαιρέω catch in turn pres ind act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταίρω — (ΑM, Α και αιολ. τ. πεδαίρω) σηκώνω κάτι και τό μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ, μετατοπίζω («τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς ἄγαλμα», Ευρ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψήφισμα) ανακαλώ, καταργώ 2. (για πτηνά) μεταναστεύω, πετώ σε άλλο … Dictionary of Greek